Αυτό το κείμενο, το μόνο που έχουμε από την Elsa Gindler ,δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1926 στο περιοδικό «Gymnastik» και παρουσιάστηκε το 1987 στο Τετράδιο αρ.1 της A.E.D.E. που είναι σήμερα εξαντλημένο.

“Die Gymnastik des Berufsmenschen”

[Gymnastics for Working People]

ELSA GINDLER (1885-1961)

[σημ. μτφ.: Το κείμενο αυτό είναι και το μόνο που σώθηκε απ΄ όλο το γραπτό έργο της Gindler που είχε συγκεντρώσει στη διάρκεια πολλών χρόνων και καταστράφηκε σ΄ ένα βομβαρδισμό στο Βερολίνο το 1945. Θεωρώντας ότι δίνει ουσιαστικά το πνεύμα της δουλειάς της Ολιστικής Γυμναστικής, έτσι όπως σήμερα έχει εξελιχθεί, το μετέφρασα για χάρη όσων ενδιαφέρονται για την καταγωγή της δουλειάς αυτής.]


Μου είναι δύσκολο να μιλώ για γυμναστική δεδομένου ότι η δουλειά μου δεν στοχεύει στην εκμάθηση καθορισμένων κινήσεων αλλά στη συγκέντρωση.

Μία άμεμπτη λειτουργία του σώματος σε σχέση με τη ζωή της ψυχής και του πνεύματος δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη συγκέντρωση. Έτσι παροτρύνουμε τους μαθητές μας από το πρώτο κιόλας μάθημα να έχουν συνείδηση της δουλειάς τους, να διεισδύουν σ΄ αυτήν.

Όλοι αισθανόμαστε όλο και περισσότερο ότι έχουμε ξεπεραστεί από τη ζωή, ότι η ισορροπία των φυσικών, ψυχικών και διανοητικών μας δυνάμεων είναι διαταραγμένη. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διαταραχή αυτή ξεκινά από το σχολείο. Εάν το σχολείο ή η εφηβεία δεν κατάφεραν να μας παραπλανήσουν, οι οικογενειακές ή οι επαγγελματικές συνθήκες ή ακόμη και ένας δύσκολος δρόμος στη ζωή αναλαμβάνουν να μας φέρουν προβλήματα ανυπέρβλητα.

Παύουμε να διαχειριζόμαστε τη ζωή μας σαν άτομα έξυπνα και ευαίσθητα. Είμαστε συνεχώς κάτω από την πίεση, ανεχόμαστε την αοριστία μέσα μας και γύρω μας μέχρι να μας κυριεύσει και αυτό έρχεται πάντα στην πιο άσχημη στιγμή.

Είμαστε από παντού επηρεασμένοι από τη μετριότητα. Καθημερινά αντιμετωπίζουμε τις ίδιες μικρές δυστυχίες, που λαμβάνουν υπέρμετρη σημασία. Στο ξύπνημα αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε ξεκουραστεί αρκετά. Δεν είναι χωρίς λόγο που λέμε: « πρέπει να πλυθώ, πρέπει να πλύνω τα δόντια μου, να πιώ τον καφέ μου, να πάω στο θέατρο, να επισκεφθώ κάποιον κ.λ.π.» και όχι « πλένω τα δόντια μου, κ.λ.π.». Αυτό αποκαλύπτει ήδη ένα σημαντικό γεγονός: κάνουμε τα πάντα για να τελειώνουμε, να τα ξεφορτωθούμε και να περάσουμε στα επόμενα. Εάν καθαρίζαμε ένα δωμάτιο μόνο και μόνο για να γίνει, δεν θα είχε την ίδια όψη όπως αν το φτιάχναμε με την επιθυμία να το καθαρίσουμε και να το τακτοποιήσουμε. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο δεύτερος τρόπος με το πιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα, δεν απαιτεί παραπάνω χρόνο. Αντιθέτως, εξ΄ αιτίας αυτής της δεύτερης διάθεσης, καταφέρνουμε σιγά σιγά να επενδύουμε όλο και λιγότερο χρόνο σε ένα συγκεκριμένο καθήκον βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα της δουλειάς, πράγμα που μας εισάγει σε πιο ανθρώπινες συνθήκες. Κάθε φορά που κάνουμε κάτι έπειτα από σκέψη και είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας, είμαστε συνειδητοί.

Μιλώ γι΄ αυτή την συνείδηση που βρίσκεται στο κέντρο, που αντιδρά στο περιβάλλον, που είναι ικανή να σκέφτεται και να αισθάνεται. Αρνούμαι κατηγορηματικά να την ορίσω σαν ψυχή, πνεύμα, συναίσθημα, υποσυνείδητο, ατομικότητα ή ψυχή του σώματος. Για μένα η μικρή λέξη «εγώ» δίνει απάντηση σε όλα αυτά.

Συμβουλεύω πάντα στους μαθητές μου να αντικαθιστούν τη λέξη με την οποία απευθύνομαι σε αυτούς με εκείνη που οι ίδιοι χρησιμοποιούν, για να αποφευχθεί κάθε «κόμπος» στον ψυχισμό τους και να μη χάνονται σε αφηρημένες αναζητήσεις πάνω σ΄αυτό που θα ήθελα να πώ, γιατί την ώρα αυτή είναι δυνατό να κάνουν κάτι πιο χρήσιμο.

Μετά απ΄ όλα αυτά που μόλις είπα μπορεί να φανεί λίγο εξεζητημένο να θέλουμε να πλησιάσουμε τα προβλήματα που προηγουμένως σκιαγραφήσαμε με τη βοήθεια της γυμναστικής. Και βέβαια! Επίσης είναι κάπως ενοχλητικό να αποκαλούμε τη δουλειά μας «γυμναστική». Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν τόσο πολύ τη συνήθεια να συνδέουν την έννοια της γυμναστικής με καθορισμένες ασκήσεις, που η πρώτη ερώτηση που μας τίθεται σε σχέση με το θέμα της δουλειάς μας αφορά ως επί το πλείστον τις «ασκήσεις υποδείγματα». Σε αυτό δεν μπορούμε παρά να απαντήσουμε: η γυμναστική από μόνη της δεν αρκεί καθόλου, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το πνεύμα που κυριαρχεί και μέσα στο οποίο γίνεται η δουλειά.

Είναι συνηθισμένο να σκεφτόμαστε: εάν μάθω τις ασκήσεις χαλάρωσης, μπορώ να χαλαρώσω, εάν ξέρω τις αναπνευστικές ασκήσεις ξέρω να αναπνέω, εάν καταφέρω τις ασκήσεις που απαιτούν ευλυγισία δουλεύω ευλύγιστα, εάν μάθω πώς να διορθώνω τα γόνατα που στρέφονται προς τα μέσα ή προς τα έξω οι γάμπες μου ισιώνουν. Δεν υπάρχει αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή και παντού όπου κυριαρχεί αυτή η πρωτόγονη νοοτροπία διαπιστώνουμε την αποτυχία. Είναι προφανές ότι η απλή μάθηση και ο χειρισμός των γυμναστικών ασκήσεων δεν οδηγεί κανέναν στο να αποκτήσει σφαιρική συνείδηση του εαυτού του.


Πώς να πετύχουμε λοιπόν τον στόχο μας;


Μαθαίνοντας να χρησιμοποιούμε όλη την εξυπνάδα μας και τα συναισθήματα μας για να φτιάξουμε τον οργανισμό μας ένα όργανο ζωής αξιόπιστο και ευλύγιστο. Όταν οι μαθητές μας δουλεύουν μαζί μας προσέχουμε όχι να μάθουν αυτήν ή την άλλη άσκηση αλλά να δοκιμάσουν να αναπτύξουν την εξυπνάδα τους μέσω της άσκησης*. Όταν δουλεύουμε την αναπνοή, δεν ασκούμαστε στην εκτέλεση τυποποιημένων ασκήσεων, αλλά χρησιμοποιούμε τις ασκήσεις αυτές με στόχο να προσφέρουμε στους πνεύμονες αντιστάσεις ή για να διαλύσουμε εμπόδια. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η ζώνη των ώμων δε βρίσκεται σε θέση που να εξυπηρετεί τη δουλειά μας, δε τη διορθώνουμε από τα έξω για να τη βάλουμε στη θέση της. Αυτό δε θα βελτίωνε τίποτα, γιατί όταν ο άνθρωπος είναι απασχολημένος με άλλο πράγμα , ξεχνά την ωμική ζώνη. Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι καταφέρνουν εξ΄ αιτίας των εντάσεων τους να την κρατούν στη «σωστή θέση». Αυτό τους δίνει τότε έναν αέρα μάλλον στερεότυπο.

Συχνά ξεκινούμε το μάθημα ζητώντας από τους μαθητές μας να μας πουν τί θα ήθελαν να δουλέψουν. Στην αρχή το αποτέλεσμα είναι αποθαρρυντικό. Ή κανείς δε λέει τίποτα ή κάποιος λέει: «εξαφανίστε μου αυτή την κοιλιά» ή κάτι παρόμοιο.

Έρχεται λοιπόν η πρώτη καταστροφή όταν τους απαντώ ότι δεν είναι καθόλου στις προθέσεις μου να εξαφανίσω την κοιλιά ή οτιδήποτε άλλο, αλλά ότι εκεί βρίσκεται η δουλειά του καθενός. Αυτό που κατορθώνουμε με αυτό τον τρόπο προσέγγισης είναι θεμελιώδες: ο μαθητής αρχίζει να αισθάνεται ότι μπορεί να αναλάβει ο ίδιος τις ευθύνες του. Αισθάνεται πιο ασφαλής και ενθαρρυμένος. Καμιά άσκηση από μόνη της, όσο καλή σύλληψη και αν έχει, δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοια αποτελέσματα.

Αυτά όσον αφορά στον τρόπο δουλειάς. Άς μελετήσουμε τώρα τα μέσα της δουλειάς. Αυτά είναι: η αναπνοή, η χαλάρωση και ο μυικός τόνος**, λέξεις που δε θα αργήσουν να γίνουν κλισέ όπως όλα τα όμορφα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο. Δημιουργούν καταστροφές όσο καιρό παραμένουν μόνο λέξεις, αλλά κατοικημένες από μια ζωντανή παρουσίαση γίνονται μεγάλα μέσα για τη ζωή.

Ένα από τα πιο λεπτά και πιο δύσκολα πεδία της δουλειάς μας είναι η α ν α π ν ο ή. Η παρατήρηση των μικρών παιδιών και των ζώων μας μαθαίνει οτι η κίνηση μπορεί να διευρύνει και να βαθύνει την αναπνοή. Αντίθετα στον ενήλικα, στον οποίο οι φυσικές, νοητικές και ψυχικές δυνάμεις δεν κατευθύνονται πλέον από μια ενοποιημένη συνείδηση, η σχέση ανάμεσα στην κίνηση και στην αναπνοή είναι διαταραγμένη.

Βρισκόμαστε σχεδόν όλοι σ’ αυτήν την κατάσταση. Αρκεί να θελήσουμε να μιλήσουμε ή να κάνουμε μία μικρή κίνηση ή να σκεφτούμε: δεν σταματάμε να εμποδίζουμε την αναπνοή..ακόμη και στην ξεκούραση!

Σκεφτείτε πως ο λαιμός στα περισσότερα ζώα βγαίνει ελεύθερα από το σώμα όπως ανθίζει ένα λουλούδι και συγκρίνετε με την εικόνα αυτή το λαιμό σας σε μια στιγμή που θα μπορέσετε να αφιερώσετε τον απαραίτητο χρόνο. Θα βρείτε ότι υπόκειται σε μία δυνατή σύσπαση προς τα μέσα, σύσπαση που προέρχεται από το μέσον του σώματος, δηλαδή από την περιοχή του διαφράγματος. Εάν παρατηρήσετε αυτή τη σχέση (δεσμό) για ένα διάστημα, θα καταλήξετε να αντιληφθείτε ότι πρόκειται για μία σύσπαση τελείως αυθαίρετη. Τη στιγμή που θα την χαλαρώσετε, θα αισθανθείτε ξαφνικά ότι ο λαιμός κρατιέται πιο ελεύθερα. Το σφίξιμο, το οποίο στα περισσότερα άτομα εμποδίζει την ροή του αέρα σ’ αυτό το σημείο, σταματά αμέσως και αισθάνεστε απελευθερωμένοι. Αυτός που γίνεται ικανός να το βρεί αυτό με τη θέληση του, σε κάθε στιγμή αντιλαμβάνεται ότι οι κινήσεις όχι μόνο δεν διαταράσσουν την αναπνοή αλλά αντίθετα μπορούν να βοηθήσουν για να τη βαθύνουν όλο και περισσότερο. Η δουλειά, αντί να κουράζει, γίνεται ζωογόνος. Μεταφερμένο αυτό στη ζωή, σημαίνει: όσο περισσότερα μας ζητούνται τόσο περισσότερο είμαστε διαθέσιμοι και αποτελεσματικοί.

Κατά βάθος είναι αυτό ακριβώς που περιμένουμε από τη ζωή. Διαπιστώνουμε ότι οι δραστήριοι άνθρωποι είναι γενικά πιο ζωντανοί και ευδιάθετοι απ’ αυτούς που μένουν αδρανείς. Αν παρατηρήσουμε τους ανθρώπους που το πετυχαίνουν, διαπιστώνουμε σ’ αυτούς αυτή την υπέροχη ευελιξία αντίδρασης, τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στη δράση και την ξεκούραση. Η αναπνοή τους είναι ευέλικτη και ικανή να γεμίσει πλήρως τις λειτουργίες τους. Δεν είναι εύκολο να φθάσει κανείς σε τέτοιο επίπεδο.

Στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας παρατηρούμε τις διαταραχές της αναπνοής και τις συσπάσεις στην περιοχή του διαφράγματος ή του στομαχιού να παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις. Η αναπνοή διακόπτεται και ο αέρας εισπνέεται με βιασύνη ενώ η κατάσταση που προφανώς απαιτούσε τη μέγιστη δυνατή κινητικότητα είναι ανεπανόρθωτα χαμένη. Ποιος δε το έχει ζήσει αυτό! Είτε με τη μορφή του φόβου, σύγκρουσης, σύγχυσης στο ψυχικό ή νοητικό επίπεδο, στο φυσικό με τη μορφή τρέμουλου ή συσπασμένης ακανόνιστης κίνησης των χεριών ή των ποδιών. Εάν ξέρουμε εμπειρικά αυτό που μπορεί να βάλει τέλος σε αυτή την κατάσταση, εάν ξέρουμε να αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη, ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι βρισκόμαστε στο ύψος των περιστάσεων. Η αναπνοή γίνεται πιο ρέουσα, η διανοητική σύγχυση περνά και διαχειριζόμαστε ξανά τους δικούς μας τρόπους.

Είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετεί σε τίποτα να ξεκινήσουμε με μεγάλες κινήσεις, εφόσον ακόμη και με τις πιο μικρές διαταράσσουμε ήδη τη σφαιρική συνοχή του οργανισμού μας. Πρέπει να κάνουμε τον κόπο να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας για να έχουμε μία ιδέα για το τι κάνουμε στην αναπνοή μας όταν βουρτσίζουμε τα δόντια μας, όταν βάζουμε τις κάλτσες μας ή ακόμη περισσότερο όταν τρώμε. Σε ένα πρώτο βήμα προσπαθούμε να πλησιάσουμε την κατανόηση αυτών των σχέσεων. Προτείνουμε στους μαθητές μας να εκτελέσουν μία οποιαδήποτε κίνηση προσπαθώντας να την κάνουν χωρίς να διαταράξουν την αναπνοή τους. Είναι μία ανάθεση τόσο απορροφητική που θα μπορούσαμε να τη συνεχίσουμε επ΄ άπειρον.

Το μάθημα βέβαια δεν είναι ο πρωταρχικός χώρος της εξάσκησης. Εδώ ο μαθητής πετυχαίνει σχετικά εύκολα και σε μικρό χρονικό διάστημα να λύσει την ένταση της αναπνοής του. Είναι μέσα στην καθημερινότητα του που πρέπει να συνειδητοποιήσει πόσο τα γεγονότα, τα πιο ασήμαντα, μπορούν να διαταράξουν την αναπνοή του. Εκεί πρέπει να αλλάξει την κατάσταση. Ένα πρώτο βήμα είναι απλά και μόνο να το σκεφτεί. Δεν θα αργήσουμε να αισθανθούμε τα ευεργετικά αποτελέσματα: αφού ελευθερώσουμε την αναπνοή μας αισθανόμαστε πιο ευέλικτοι. Αυτή η στιγμιαία πνοή ζωής που μας διαπερνά την ίδια στιγμή που καταφέρνουμε να ελέγξουμε την αναπνοή, είναι μια εμπειρία που θα πρέπει να έχουμε βιώσει και αισθανθεί.

Εξ΄ άλλου οι αναπνευστικές εντάσεις είναι στενά συνδεδεμένες με τις σωματικές εντάσεις. Δεν θα φτάσουμε ποτέ σε μία καλή σωματική χαλάρωση εάν συγχρόνως η αναπνευστική διαδικασία δεν γίνεται ελεύθερη από κάθε ένταση.

Πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό το συσχετισμό ανάμεσα στην αναπνοή και την κίνηση του σώματος και να εναρμονίσουμε το ένα με το άλλο. Αντιλαμβανόμαστε τότε ότι οι απαιτήσεις της ζωής δεν είναι τόσο υπέρμετρα δύσκολες, ότι είναι δυνατό να αντεπεξέλθουμε σε αυτές με διαχείριση των δυνάμεων μας αποφεύγοντας τις τεράστιες προσπάθειες που συνήθως κάνουμε.

Μία από τις πιο κοινές αναπνευστικές διαταραχές συνίσταται στην συγκράτηση της ανάσας κατά τη διάρκεια της εκπνοής. Μία δεύτερη συχνή διαταραχή-που είναι και συμπληρωματική της πρώτης-συμβαίνει στη φάση της εισπνοής: ο αέρας στην κυριολεξία ρουφιέται.

Η καλή αναπνοή, η μη διαταραγμένη, είναι αυτορυθμιζόμενη και ανεξάρτητη από τη θέληση μας. Παρ΄ όλα αυτά μπορούμε να ασκήσουμε επίδραση επάνω της και έτσι να την τροποποιήσουμε ή να την αναγκάσουμε να παρεκκλίνει της φυσικής της ροής, όταν π.χ. δεν αφηνόμαστε να εκπνεύσουμε ως το τέλος και δεν περιμένουμε την εισπνοή να προκληθεί από μόνη της σαν επακόλουθο ενός φυσιολογικού (ως προς τη φυσιολογία) ερεθίσματος. Αυτός που θέλει να βελτιώσει την αναπνοή του πρέπει να εξοικειωθεί με τις τέσσερεις φάσεις της: εισπνοή-παύση-εκπνοή-παύση. Οι στιγμές της παύσης και η συνειδητή αίσθηση τους είναι μεγάλης σημασίας. Η παύση, ή η στιγμή της ανάπαυσης μετά το τέλος της εκπνοής, δεν πρέπει να είναι ένας χρόνος νεκρός και σε καμιά περίπτωση σταμάτημα της αναπνοής. Μοιάζει περισσότερο σ΄ αυτό που στη μουσική αναφέρεται σαν «σιωπή»: μία ζωντανή προετοιμασία γι΄ αυτό που ακολουθεί. Είναι υπέροχο να αισθανθεί κανείς πως η εισπνοή αποχωρίζεται κατά κάποιο τρόπο απ΄ αυτή τη «σιωπή που δονείται»! Είναι ένα άνοιγμα όλων των κυττάρων, ο αέρας διεισδύει ελεύθερα και χωρίς θόρυβο και εμείς αισθανόμαστε αναζωογονημένοι και δυναμωμένοι. Αλλά τι συμβαίνει εάν δεν περιμένουμε αρκετά μέχρι τη στιγμή που θα ανοίξουν τα πνευμόνια; Μόνο περιμένουμε; Με το τέλος της εκπνοής ρουφάμε τον αέρα με τη θέληση μας και προσπαθούμε να τον στείλουμε στα πνευμόνια μας πριν αυτά εκφράσουν αυτή την ανάγκη. Είναι τελείως παράλογο.

Αισθανόμαστε αμέσως πως η ροή παρεμποδίζεται. Ένα είδος συμπίεσης στην περιοχή του στέρνου, ο αέρας συγκεντρώνεται στους μεγάλους βρόγχους και οι μικροί είναι συμπιεσμένοι. Ο αέρας δεν διεισδύει ελεύθερα. Είναι αδύνατο εφόσον οι μικρές πνευμονικές κυψελίδες δεν είναι ακόμη ανοιχτές και είναι αυτές που πρέπει να εφοδιαστούν με οξυγόνο. Οι είσοδοι τους, οι πολύ λεπτές διακλαδώσεις στο εσωτερικό των πνευμόνων, είναι πιο λεπτές και από μία τρίχα και είναι φανερό πως κάθε προσπάθεια να ωθήσουμε τον συμπιεσμένο αέρα να τις διαπεράσει είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Προσθέστε επίσης, ότι την στιγμή της εκούσιας πρόωρης εισπνοής, οι κυψελίδες δεν είναι ακόμη τελείως άδειες από τον προηγούμενο εφοδιασμό τους με αέρα. Επιχειρούν να αδειάσουν ακριβώς την ώρα που ο ήδη πρόωρα εισπνεόμενος αέρας αρχίζει να ρέει μέσα τους. Αντίθετα, εάν περιμένουμε το άνοιγμα των πιο μικρών κυψελίδων σεβόμενοι πλήρως την παύση, οι κυψελίδες δημιουργούν από μόνες τους το κάλεσμα του αέρα, εφόσον αδειάσουν. Ο αέρας περνά εύκολα μέσα από τις πιο λεπτές εισόδους τους και δεν παρατηρείται καμία πίεση ή έλλειψη αέρα. Για να έρθει η εισπνοή δεν υπάρχει καμία ανάγκη να παρέμβουμε με κανένα τρόπο.

Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα σε μία αναπνοή που προκαλείται από μία εισπνοή εκούσια και σε μία αναπνοή που τίθεται σε κίνηση από το άνοιγμα των πνευμόνων και των πνευμονικών κυψελίδων. Αυτή η διαφορά είναι βασικότατη για την κίνηση του σώματος. Μία κίνηση που είναι συνδεδεμένη μα μία εκούσια αναπνοή είναι ζορισμένη, της λείπει η ζωή, δεν κατοικείται απ’ αυτόν που την εκτελεί. Αντίθετα, όταν είναι συνδεδεμένη με μία ανοιχτή αναπνοή, η κίνηση ζεί. Μόνον οι κινήσεις που συνδυάζονται με μία αναπνοή συνειδητή αλλά ακούσια, χωρίς την ηθελημένη μας παρέμβαση, μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να απελευθερωθεί από τις εντάσεις ή τις συσπάσεις του. Κάθε άλλος τρόπος κίνησης διαταρράσει την εναρμόνιση αναπνοής και κινητικότητας και ενδυναμώνει την συνήθεια της υπέρμετρης προσπάθειας. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που πρέπει να μας οδηγεί στο να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να διαλέξουμε τις κατάλληλες κινήσεις και να κρίνουμε ασύμφορο π.χ. έναν τρόπο δουλειάς που μας πιέζει να εισπνέουμε βίαια: γιατί μία αναπνοή βίαιη δε μας βοηθά να προμηθεύσουμε με αέρα τους πνεύμονες και δεν επιτρέπει να επανορθώσουμε την έλλειψη οξυγόνου που δημιουργείται απ΄ αυτόν τον τρόπο δουλειάς. Όταν μαθαίνουμε να τρέχουμε, αρκούμαστε σε ένα πρώτο βήμα, σε επαρκώς σύντομες διαδρομές για να μπορέσουμε να τρέξουμε με ανοιχτή αναπνοή και να αυξήσουμε προοδευτικά την προσπάθεια.

Σε κάθε προσπάθεια ο ακριβής εφοδιασμός σε αέρα είναι απαραίτητος και βοηθητικός. Μόνο όποιος ξέρει να προμηθεύει με αέρα τους πνεύμονες του είναι ικανός να κολυμπά ή να μένει ήρεμα στην επιφάνεια του νερού. Με τον ίδιο τρόπο, εάν προετοιμαστούμε, εάν είμαστε «ανοιχτοί» από πριν, θα επιτευχθεί ένα άλμα με ένα τρόπο τελείως διαφορετικό και θα έχει και έναν χαρακτήρα διαφορετικό.

Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης και στα ζώα: καμία γάτα δεν πηδά, κανένα πουλί δεν πετά εάν από πριν δεν έχει γεμίσει με αέρα για να ελαφρύνει. Σιγά-σιγά, όλα αυτά μάς γίνονται προσιτά, στο βαθμό που παρατηρούμε τον εαυτό μας στην καθημερινή μας ζωή, κατά προτίμηση σε ανώδυνες καταστάσεις, αλλά καθημερινά και με σταθερότητα. Το γεγονός και μόνο οτι σκεφτόμαστε γι αυτό μας επιτρέπει να προοδεύσουμε. Αρκεί να ανοίξουμε τις αισθήσεις μας σε αυτά τα φαινόμενα.

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος μάθει να αντιδρά με την αναπνοή του σε μικρά ερεθίσματα και φτάσει σε μία καλύτερη λειτουργία των πνευμόνων του, το επόμενο βήμα επιβάλλεται από μόνο του: να δουλέψει τους πνεύμονες του στο σύνολο τους. Οι περισσότεροι από εμάς δεν αναπνέουν παρά με ένα μικρό τμήμα των πνευμόνων και ένα αυτό το τμήμα λειτουργεί καλά, όπως περιγράφηκε παραπάνω, μπορούμε ήδη να φέρουμε σε πέρας αρκετά πράγματα στη ζωή.

Παρ΄ όλα αυτά, η δουλειά μάς έδειξε καθαρά ότι μπορούμε να αυξήσουμε σημαντικά τις επιδόσεις μας, εάν καταφέρουμε να κινητοποιήσουμε το σύνολο των πνευμόνων μας.

Και εδώ υπεισέρχεται η εκπαίδευση της εκπνοής: αυτή η τελευταία πρέπει να ρέει χωρίς πίεση, ήρεμα και μαλακά, αδειάζοντας τον αέρα όσο το δυνατόν πληρέστερα. Στην πορεία των σκέψεων μας έχουμε μιλήσει συχνά για ένταση και σύσπαση. Πρέπει να πλησιάσουμε το θέμα περισσότερο στο βάθος του. Προσπάθησα να δείξω σε ποιο βαθμό κά Όθε ένταση, κάθε σύσπαση είναι συνδεδεμένη με τις αναπνευστικές διαταραχές και αυτές με τις διαταραχές στο ψυχικό επίπεδο. Επίσης, η λύση αυτών των συσπάσεων και η χαλάρωση τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα μας να έχουμε μία ζωντανή παράσταση της κατάστασης που αναζητούμε και να φτάσουμε εκεί με τις κατάλληλες ασκήσεις.

Η χαλάρωση για μας είναι μία κατάσταση στην οποία η ικανότητα μας να αντιδράσουμε είναι πλέον ανεπτυγμένη, είναι ένας κατευνασμός, μία διάθεση να απαντήσουμε με τον κατάλληλο τρόπο σε κάθε ερέθισμα. Όταν διαβάζουμε ότι οι Άραβες μετά από περπάτημα ωρών στην έρημο ξαπλώνουν στην άμμο για δέκα λεπτά και ότι μετά απ΄ αυτά τα δέκα λεπτά οι δυνάμεις τους είναι επαρκώς ανανεωμένες για να συνεχίσουν πάλι για ώρες, είναι για μας ένα παράδειγμα χαλάρωσης. Ή όταν ακούμε πως σε κάποια ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων παρατηρείται να μένουν ακίνητοι για μια στιγμή ενώ οι αισθήσεις τους μοιάζουν να στρέφονται μέσα τους και πως ακαριαία, σα να είχαν ξυπνήσει, παίρνουν τέτοιες αποφάσεις που αποδεικνύονται τελικά οι μόνες έγκυρες. Είναι σαφές πως κατά τη διάρκεια αυτής της «απούσας» στιγμής βρίσκονται σε χαλάρωση. Και είναι αυτή η χαλάρωση στην οποία στοχεύουμε. Φθάνουμε ευκολότερα σε αυτήν εάν είμαστε ανοιχτοί στην αντίληψη των δυνάμεων της βαρύτητας.

Είναι αυτές οι δυνάμεις που τα μέλη μας πρέπει να καταλάβουν και να αισθανθούν Και κάτι περισσότερο: καθένα από τα κύτταρα μας πρέπει να βρεί την ικανότητα να τις υπακούει.

Ποιος ανάμεσα μας, για παράδειγμα, κοιμάται απλωμένος με ένα τρόπο πραγματικά χαλαρό, αφήνοντας το βάρος του στο κρεβάτι, όπως ένα ζώο που κοιμάται; Εάν προσπαθήσουμε να αισθανθούμε το βάρος κάθε μέρους του σώματος μας, συμπεριλαμβανομένου και του κεφαλιού, μπαίνουμε σε μία κατάσταση όπου η φύση δουλεύει για μας: στο βαθμό που υιοθετούμε μια θέση ταιριαστή στους νόμους της φυσικής, αναπνέουμε καλύτερα, όχι με μεγάλες κινήσεις του θώρακα αλλά με μια αναπνοή ήρεμη και γαληνεμένη. Ο αέρας κυκλοφορεί με ένα ανεπαίσθητο πήγαινε έλα και ο ύπνος έρχεται.

Όσον αφορά στην όρθια θέση: πρέπει να αντιληφθούμε πως εγκαταλείπουμε το βάρος του σώματος μας στο έδαφος, κιλό προς κιλό και πως αμέσως τα πόδια μας ανακουφίζονται. Παραδόξως όσο πιο βαρείς γινόμαστε, τόσο πιο ελαφρείς και ήρεμοι αισθανόμαστε. Στην καθιστή θέση, είναι σημαντικό να κρατούμε την πλάτη στην ευθεία γιατί αλλιώς παρεμποδίζουμε όλες τις εσωτερικές λειτουργίες μας. Όταν «ψηλώνουμε» νιώθουμε την αναπνοή μας να γίνεται πιο ήρεμη , πιο ευεργετική.

Το πιο σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι το εξής: το να θέλουμε να διορθώσουμε οτιδήποτε από έξω δε βοηθά σε τίποτα. Το κάθε τι είναι στενά συνδεδεμένο με όλα τα άλλα. Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε. Κάθε διαφοροποίηση πρέπει να συνδέεται αδιάλυτα με όλα τα γεγονότα της ύπαρξης σε βαθμό που να αφομοιώνεται από τη φύση του ατόμου και να γίνεται ενστικτώδης συμπεριφορά του σε όλες τις στιγμές. Είναι αληθινά κεκτημένο όχι αυτό που ξέρουμε να εκτελούμε μετά από οδηγίες, αλλά μόνον αυτό που πηγάζει αυθόρμητα, χωρίς να σκεφτούμε, τη στιγμή που οι συνθήκες το απαιτούν. Αλλά για να φτάσουμε εδώ, έχουμε να παρατηρήσουμε και άλλα πράγματα που δεν είναι απόρροια της απλής γύμνασης.

Δεν πρέπει να αποφεύγουμε μόνο τις ακατάλληλες κινήσεις αλλά και τα ακατάλληλα γεύματα. Αυτά μπορούν να δημιουργήσουν δυσάρεστες εσωτερικές διαταραχές και να προκύψουν έτσι εντάσεις που κινδυνεύουν να μηδενίσουν τη δουλειά που κάνουμε για τον εαυτό μας.

Ο καθένας, με ένα γενικό τρόπο, πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει τις ιδιαιτερότητες του, ώστε να μπορέσει σταδιακά να φροντίζει τον εαυτό του μόνος του.

Λίγα λόγια ακόμη για τον δυναμικό τόνο που μπορεί να φαίνεται ότι παραμελείται στη δουλειά μας. Αλλά πρέπει να πω: μόνο φαινομενικά! Περί τίνος πρόκειται: μόνο το άτομο που ξέρει πραγματικά να χαλαρώνει μπορεί να βρεί έναν δυναμικό τόνο. Με αυτό εννοούμε αυτή την όμορφη εφαρμογή των ενεργειών που αντιδρούν στο παραμικρό ερέθισμα, αυτή την ένταση που αυξάνεται και μειώνεται ανάλογα με τις παρακινήσεις, αυτήν τη δυνατή αίσθηση ζωτικότητας, αυτή την άνεση μέσα στην προσπάθεια. Με λίγα λόγια μία έντονη ευεξία. Ο δυναμικός τόνος, έτσι όπως τον εννοούμε, επιτρέπει να ξεπεράσουμε τις πιο μεγάλες αντιστάσεις με έναν τρόπο που διευρύνει την αναπνοή. Για μας είναι στους αντίποδες της συσπασμένης προσπάθειας. Είμαστε ευχαρίστως έτοιμοι να καταβάλλουμε προσπάθεια χωρίς να λογαριάζουμε, όχι όμως να καταπονούμαστε!


* Στην πορεία της δουλειάς της η Elsa Gindler εγκατέλειψε τον όρο «άσκηση»- όπως και άλλες εκφράσεις- για να τον αντικαταστήσει με τους όρους «πειραματισμός», «δοκιμή».

** Στα γερμανικά «Spannung» .Ο απόηχος της λέξης αυτής ξεπερνά το πεδίο της φυσικής κατάστασης και εμπεριέχει μία νοητική στάση απέναντι στη ζωή, αυτήν του ζωντανού ενδιαφέροντος για κάποιο πράγμα.


Πίσω